rate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
Δείτε επίσης: raté

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
rate rates

rate (en)

  1. ηいーた αναλογία, τたうοおみくろん ποσοστό, οおみくろん ρυθμός ανάπτυξης, παραγωγής ή γενικά μεταβολής
    the annual growth rate of the population - οおみくろん ετήσιος ρυθμός αύξησης τたうοおみくろんυうぷしろん πληθυσμού
  2. ηいーた ταρίφα
  3. ηいーた καθορισμένη τιμή
  4. οおみくろん συντελεστής
    The cost will be calculated with a fixed rate of 10%.
    Τたうοおみくろん κόστος θしーたαあるふぁ υπολογίζεται μみゅーεいぷしろん σταθερό συντελεστή 10%.
  5. ηいーた αποτίμηση
  6. τたうοおみくろん επιτόκιο

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • at any rate: πάση θυσία, όπως κかっぱαあるふぁιいおた νにゅーαあるふぁ έχει, πρέπει οπωσδήποτε μみゅーεいぷしろん οποιοδήποτε κόστος

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]
ενεστώτας rate
γ΄ ενικό ενεστώτα rates
αόριστος rated
παθητική μετοχή rated
ενεργητική μετοχή rating

rate (en)

  1. υπολογίζω, αποτιμώ, καθορίζω αξία/βαθμό, εκτιμώ
    I think he is rated more than he’s worth.
    Νομίζω ότι τたうοおみくろんνにゅー εκτιμούν περισσότερο από ό,τたうιいおた αξίζει.
     συνώνυμα: → δείτε τたうηいーた λέξη evaluate
  2. κατατάσσω κかっぱαあるふぁιいおた κατατάσσομαι, κρίνομαι, αξιολογούμαι
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σしぐまεいぷしろんλらむだ. 274-275. ISBN 9780194325684. , λήμμα: εκτιμώ

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
rate rates

rate (fr) θηλυκό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
rate rates

rate (fr) θηλυκό

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

rate (fr)

  • → δείτε τたうηいーた λέξη rater