rechute

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
rechute rechutes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

rechute (fr) θηλυκό

  1. (ιατρική) ηいーた υποτροπή
  2. ξανακύλημα, ηいーた εいぷしろんκかっぱ νέου πτώση σしぐまεいぷしろん κάτι κακό (αρρώστια, αμαρτία...)