regard
Μετάβαση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | regard |
γ΄ ενικό ενεστώτα | regards |
αόριστος | regarded |
παθητική μετοχή | regarded |
ενεργητική μετοχή | regarding |
Ρήμα
[επεξεργασία]regard (en)
- περνάω, θεωρώ, σκέφτομαι κάποιον ή κάτι
μ ε συγκεκριμένο τρόπο- ↪ He is regarded as an expert.
- Περνάει/Περνιέται
γ ι α ειδικός.
- Περνάει/Περνιέται
- ↪ Do you still regard him as your friend?
Τ ο ν θεωρείς ακόμα φίλοσ ο υ ;
- ↪ He is regarded as an expert.
Πηγές
[επεξεργασία]- regard - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press.
σ ε λ . 375, 692-695. ISBN 9780194325684., λήμμα: θεωρώ, περνώ
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
regard | regards |
regard (fr) αρσενικό