relief

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
relief reliefs

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

relief (en)

  1. (μみゅーηいーた μετρήσιμο) ηいーた ανακούφιση, ανακουφίζω, ηいーた λύτρωση, τたうοおみくろん ξαλάφρωμα, τたうοおみくろん αίσθημα ευτυχίας πぱいοおみくろんυうぷしろん νιώθω όταν κάτι δυσάρεστο σταματά ή δでるたεいぷしろんνにゅー συμβαίνει
    To my great relief I see that…
    Μみゅーεいぷしろん μεγάλη μみゅーοおみくろんυうぷしろん ανακούφιση βλέπω ότι…
    It’s a great relief to know that…
    Είναι μεγάλη ανακούφιση νにゅーαあるふぁ ξέρω ότι…
    It was a huge relief for me to see him.
    Ανακουφίστηκα πολύ βλέποντάς τたうοおみくろんυうぷしろん.
  2. (μみゅーηいーた μετρήσιμο) ηいーた ανακούφιση, ηいーた πράξη αφαίρεσης ή μείωσης τたうοおみくろんυうぷしろん πόνου, της ανησυχίας κかっぱτたうλらむだ.
    The medicine brought me some relief.
    Τたうοおみくろん φάρμακο μみゅーοおみくろんυうぷしろん 'φέρε κάποια ανακούφιση.
    These pills will bring you relief.
    Αυτά τたうαあるふぁ χάπια θしーたαあるふぁ σしぐま' ανακουφίσουν.
  3. (μみゅーηいーた μετρήσιμο) ηいーた περίθαλψη, ηいーた αρωγή, ηいーた βοήθεια, τρόφιμα, χρήματα, φάρμακα κかっぱ.λらむだπぱい. πぱいοおみくろんυうぷしろん δίνονται γがんまιいおたαあるふぁ νにゅーαあるふぁ βοηθηθούν άνθρωποι σしぐまεいぷしろん μέρη όπου έχει γίνει πόλεμος ή φυσική καταστροφή
    a relief fund - ταμείο περίθαλψης
    I am providing relief to the refugees.
    Παρέχω περίθαλψη στους πρόσφυγες.
  4. αντικαταστάτης
  5. (τέχνη) ανάγλυφο



      ενικός         πληθυντικός  
relief reliefs

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

relief (fr) αρσενικό

  1. τたうοおみくろん ανάγλυφο
  2. (γεωγραφία) κάθε ανάγλυφη πτυχή της Γης