remove

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
remove removes

remove (en)

ενεστώτας remove
γ΄ ενικό ενεστώτα removes
αόριστος removed
παθητική μετοχή removed
ενεργητική μετοχή removing

remove (en) (μεταβατικό)

  1. απομακρύνω, αφαιρώ, μετακινώ κάποιον ή κάτι σしぐまεいぷしろん μみゅーιいおたαあるふぁ απόσταση μακριά από κάποιον ή από κάτι
    They removed people from the building where a bomb had been planted.
    Απομάκρυναν τたうοおみくろんνにゅー κόσμο από τたうοおみくろん κτίριο, όπου είχε τοποθετηθεί βόμβα.
    In order to open the road, volumes of earth were removed.
    Γがんまιいおたαあるふぁ νにゅーαあるふぁ ανοιχτεί οおみくろん δρόμος, απομακρύνθηκαν όγκοι χωμάτων.
    I am removing the old tiles from the roof to install the new ones.
    Αφαιρώ τたうαあるふぁ παλιά κεραμίδια από τたうηいーた στέγη, γがんまιいおたαあるふぁ νにゅーαあるふぁ τοποθετήσω καινούρια.
  2. αφαιρώ, βγάζω ρούχα από τたうοおみくろん σώμα
    Remove your clothes, please.
    Αφαιρέστε τたうαあるふぁ ρούχα σας, παρακαλώ.
    He removed his shoes.
    Έβγαλε τたうαあるふぁ παπούτσια τたうοおみくろんυうぷしろん.
     συνώνυμα: → δείτε τたうηいーた λέξη take off
  3. απομακρύνω, αφαιρώ κάτι δυσάρεστο, βρόμικο κかっぱτたうλらむだ.· κάνω κάτι νにゅーαあるふぁ εξαφανιστεί
    We must remove all obstacles.
    Πρέπει νにゅーαあるふぁ απομακρύνουμε όλα τたうαあるふぁ εμπόδια.
    I removed the ink stains from your dress.
    Αφαίρεσα τις μελανιές από τたうοおみくろん φόρεμα σしぐまοおみくろんυうぷしろん.
  4. απομακρύνω, αφαιρώ, αποπέμπω, απολύω κάποιον από τたうηいーた θέση ή τたうηいーた δουλειά τたうοおみくろんυうぷしろん
    He was removed from his position.
    Απομακρύνθηκε από τたうηいーた θέση τたうοおみくろんυうぷしろん.
    They removed him from his command.
    Τたうοおみくろんυうぷしろん αφαίρεσαν τたうηいーた διοίκηση τたうοおみくろんυうぷしろん.
  5. αφαιρώ, βγάζω κάτι από τたうοおみくろん σώμα
    They removed one of his teeth.
    Τたうοおみくろんυうぷしろん αφαίρεσαν ένα δόντι.
    They removed one of his kidneys/eyes.
    Τたうοおみくろんυうぷしろん έβγαλαν τたうοおみくろん ένα νεφρό/μάτι.
     συνώνυμα: → δείτε τたうηいーた λέξη take out