repo
Μετάβαση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- repo < repository
Προφορά
[επεξεργασία]Συντομομορφή
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
repo | repos |
repo (en)
- (πληροφορική) συντομογραφία
τ ο υ repository: αποθετήριο
Φινλανδικά (fi)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]repo (fi)