resign

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
ενεστώτας resign
γ΄ ενικό ενεστώτα resigns
αόριστος resigned
παθητική μετοχή resigned
ενεργητική μετοχή resigning

resign (en)

  • (μεταβατικό κかっぱαあるふぁιいおた αμετάβατο) παραιτούμαι
    He preferred to resign rather than give in to their blackmail.
    Προτίμησε νにゅーαあるふぁ παραιτηθεί παρά νにゅーαあるふぁ ενδώσει στους εκβιασμούς τους.