rest

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
rest rests

rest (en)

  1. (μόνο ενικός, the rest) τたうοおみくろん υπόλοιπο, τたうαあるふぁ άλλα, τたうοおみくろん μέρος τたうοおみくろんυうぷしろん κάτι πぱいοおみくろんυうぷしろん απομένει, γがんまιいおたαあるふぁ μみゅーηいーた μετρήσιμα ουσιαστικά
    Keep the rest of the money.
    Κράτησε τたうοおみくろん υπόλοιπο τたうωおめがνにゅー χρημάτων.
    You must work hard to catch up with the rest of the class.
    Πρέπει νにゅーαあるふぁ δουλέψεις πολύ γがんまιいおたαあるふぁ νにゅーαあるふぁ προλάβεις τたうηいーたνにゅー υπόλοιπη τάξη.
    Give me five thousand (dollars) and keep the rest of it.
    Δώσε μみゅーοおみくろんυうぷしろん πέντε χιλιάδες κかっぱαあるふぁιいおた τたうαあるふぁ άλλα κράτησέ τたうαあるふぁ.
     συνώνυμα: the remainder
  2. (μόνο πληθυντικός, the rest) τたうαあるふぁ υπόλοιπα, τたうαあるふぁ άλλα, οおみくろんιいおた άνθρωποι ή τたうαあるふぁ πράγματα πぱいοおみくろんυうぷしろん μένουν, γがんまιいおたαあるふぁ μετρήσιμα ουσιαστικά
    Two of the children were fishing and the rest went swimming.
    Δでるたυうぷしろんοおみくろん από τたうαあるふぁ παιδιά ψάρευαν κかっぱαあるふぁιいおた τたうαあるふぁ υπόλοιπα κολυμπούσαν.
    Give me five thousands apples and keep the rest.
    Δώσε μみゅーοおみくろんυうぷしろん πέντε χιλιάδες μήλα κかっぱαあるふぁιいおた τたうαあるふぁ άλλα κράτησε τたうαあるふぁ.
     συνώνυμα: the remainder
  3. (μετρήσιμο κかっぱαあるふぁιいおた μみゅーηいーた μετρήσιμο) ηいーた ανάπαυση, ηいーた ξεκούραση
    The doctor ordered a month’s rest.
    Οおみくろん γιατρός διέταξε ένα μήνα ανάπαυση.
  4. τたうοおみくろん στήριγμα, εκεί πぱいοおみくろんυうぷしろん ακουμπά κάτι ή κάποιος
    The car seats have rests for your head.
    Τたうαあるふぁ καθίσματα τたうοおみくろんυうぷしろん αυτοκινήτου έχουν στηρίγματα γがんまιいおたαあるふぁ τたうοおみくろん κεφάλι σしぐまοおみくろんυうぷしろん.
    → δείτε τις λέξεις armrest, headrest κかっぱαあるふぁιいおた footrest
  5. (μουσική) ηいーた παύση

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
ενεστώτας rest
γ΄ ενικό ενεστώτα rests
αόριστος rested
παθητική μετοχή rested
ενεργητική μετοχή resting

rest (en)

  1. (μεταβατικό κかっぱαあるふぁιいおた αμετάβατο) ξεκουράζω, αναπαύω
    This weekend I will rest, stay at home, and not do anything.
    Αυτό τたうοおみくろん σαββατοκύριακο θしーたαあるふぁ ξεκουραστώ, θしーたαあるふぁ μείνω σしぐまτたうοおみくろん σπίτι κかっぱαあるふぁιいおた δでるたεいぷしろん θしーたαあるふぁ κάνω τίποτα.
    He stopped to rest his horse.
    Σταμάτησε γがんまιいおたαあるふぁ νにゅーαあるふぁ ξεκουράσει τたうοおみくろん άλογό τたうοおみくろんυうぷしろん.
    I am resting my body.
    Αναπαύω τたうοおみくろん κορμί μみゅーοおみくろんυうぷしろん.
    Come and rest for ten minutes.
    Έλα νにゅーαあるふぁ αναπαυτείς δέκα λεπτά.
  2. (μεταβατικό κかっぱαあるふぁιいおた αμετάβατο) ακουμπάω, στηρίζω
    Don’t rest the ladder against the wall.
    Μみゅーηいーたνにゅー ακουμπάς τたうηいーた σκάλα σしぐまτたうοおみくろんνにゅー τοίχο.
    She rested on her arm.
    Ακούμπησε σしぐまτたうοおみくろん μπράτσο τたうοおみくろんυうぷしろん.
    I rested my elbows on the table.
    Ακούμπησα/Στήριξα τους αγκώνες μみゅーοおみくろんυうぷしろん σしぐまτたうοおみくろん τραπέζι.
    The stoa rests on columns.
    Ηいーた στοά στηρίζεται σしぐまεいぷしろん κολόνες.
  3. (αμετάβατο) μένω, αφήνω σしぐまεいぷしろん αυτό τたうοおみくろん σημείο
    This matter can’t rest here.
    Αυτό τたうοおみくろん θέμα δでるたεいぷしろんνにゅー μπορεί νにゅーαあるふぁ μείνει εδώ.
    Let’s let the matter rest.
    Ας αφήσουμε εδώ τたうηいーたνにゅー υπόθεση./Ας μみゅーηいーたνにゅー πούμε τίποτα άλλο γがんまιいおた' αυτή.
  4. (αμετάβατο) αναπαύομαι, γがんまιいおたαあるふぁ τたうοおみくろんνにゅー θάνατο, τたうηいーたνにゅー ξεκούραση από τたうαあるふぁ βάρη της ζωής
    He rests in the graveyard.
    Αναπαύεται σしぐまτたうοおみくろん νεκροταφείο.
  5. (σしぐまτたうοおみくろん δικαστήριο) λέγεται όταν ηいーた μία πλευρά τελειώνει τたうηいーたνにゅー παρουσίαση τたうωおめがνにゅー επιχειρημάτων της
    the People rest

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]