rest
Μετάβαση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
rest | rests |
rest (en)
- (μόνο ενικός, the rest)
τ ο υπόλοιπο,τ α άλλα,τ ο μέροςτ ο υ κάτιπ ο υ απομένει,γ ι α μ η μετρήσιμα ουσιαστικά- ↪ Keep the rest of the money.
- Κράτησε
τ ο υπόλοιποτ ω ν χρημάτων.
- Κράτησε
- ↪ You must work hard to catch up with the rest of the class.
- Πρέπει
ν α δουλέψεις πολύγ ι α ν α προλάβειςτ η ν υπόλοιπη τάξη.
- Πρέπει
- ↪ Give me five thousand (dollars) and keep the rest of it.
- Δώσε
μ ο υ πέντε χιλιάδεςκ α ι τ α άλλα κράτησέτ α .
- Δώσε
- ≈ συνώνυμα: the remainder
- ↪ Keep the rest of the money.
- (μόνο πληθυντικός, the rest)
τ α υπόλοιπα,τ α άλλα,ο ι άνθρωποι ήτ α πράγματαπ ο υ μένουν,γ ι α μετρήσιμα ουσιαστικά- ↪ Two of the children were fishing and the rest went swimming.
Δ υ ο απότ α παιδιά ψάρευανκ α ι τ α υπόλοιπα κολυμπούσαν.
- ↪ Give me five thousands apples and keep the rest.
- Δώσε
μ ο υ πέντε χιλιάδες μήλακ α ι τ α άλλα κράτησετ α .
- Δώσε
- ≈ συνώνυμα: the remainder
- ↪ Two of the children were fishing and the rest went swimming.
- (μετρήσιμο
κ α ι μ η μετρήσιμο)η ανάπαυση,η ξεκούραση- ↪ The doctor ordered a month’s rest.
Ο γιατρός διέταξε ένα μήνα ανάπαυση.
- ↪ The doctor ordered a month’s rest.
τ ο στήριγμα, εκείπ ο υ ακουμπά κάτι ή κάποιος- (μουσική)
η παύση
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | rest |
γ΄ ενικό ενεστώτα | rests |
αόριστος | rested |
παθητική μετοχή | rested |
ενεργητική μετοχή | resting |
rest (en)
- (μεταβατικό
κ α ι αμετάβατο) ξεκουράζω, αναπαύω- ↪ This weekend I will rest, stay at home, and not do anything.
- Αυτό
τ ο σαββατοκύριακοθ α ξεκουραστώ,θ α μείνωσ τ ο σπίτικ α ι δ ε θ α κάνω τίποτα.
- Αυτό
- ↪ He stopped to rest his horse.
- Σταμάτησε
γ ι α ν α ξεκουράσειτ ο άλογότ ο υ .
- Σταμάτησε
- ↪ I am resting my body.
- Αναπαύω
τ ο κορμίμ ο υ .
- Αναπαύω
- ↪ Come and rest for ten minutes.
- Έλα
ν α αναπαυτείς δέκα λεπτά.
- Έλα
- ↪ This weekend I will rest, stay at home, and not do anything.
- (μεταβατικό
κ α ι αμετάβατο) ακουμπάω, στηρίζω- ↪ Don’t rest the ladder against the wall.
Μ η ν ακουμπάςτ η σκάλασ τ ο ν τοίχο.
- ↪ She rested on her arm.
- Ακούμπησε
σ τ ο μπράτσοτ ο υ .
- Ακούμπησε
- ↪ I rested my elbows on the table.
- Ακούμπησα/Στήριξα τους αγκώνες
μ ο υ σ τ ο τραπέζι.
- Ακούμπησα/Στήριξα τους αγκώνες
- ↪ The stoa rests on columns.
Η στοά στηρίζεταισ ε κολόνες.
- ↪ Don’t rest the ladder against the wall.
- (αμετάβατο) μένω, αφήνω
σ ε αυτότ ο σημείο- ↪ This matter can’t rest here.
- Αυτό
τ ο θέμαδ ε ν μπορείν α μείνει εδώ.
- Αυτό
- ↪ Let’s let the matter rest.
- Ας αφήσουμε εδώ
τ η ν υπόθεση./Αςμ η ν πούμε τίποτα άλλογ ι ' αυτή.
- Ας αφήσουμε εδώ
- ↪ This matter can’t rest here.
- (αμετάβατο) αναπαύομαι,
γ ι α τ ο ν θάνατο,τ η ν ξεκούραση απότ α βάρη της ζωής- ↪ He rests in the graveyard.
- Αναπαύεται
σ τ ο νεκροταφείο.
- Αναπαύεται
- ↪ He rests in the graveyard.
- (
σ τ ο δικαστήριο) λέγεται ότανη μία πλευρά τελειώνειτ η ν παρουσίασητ ω ν επιχειρημάτων της- the People rest
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Παράγωγα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- rest (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- rest (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press.
σ ε λ . 920. ISBN 9780194325684., λήμμα: υπόλοιπο