role

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
role roles

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

role (en)ουσιαστικά

  • οおみくろん ρόλος
    have a role in (something)
    have the leading role in (something) έχω ένα/τたうοおみくろんνにゅー κύριο ρόλο σしぐまεいぷしろん κάτι