rope

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
rope ropes

rope (en)

  • τたうοおみくろん σκοινί
    He got tangled up in the ropes and fell headfirst.
    Μπερδεύτηκε σしぐまτたうαあるふぁ σκοινιά κかっぱιいおた έπεσε μみゅーεいぷしろん τたうοおみくろん κεφάλι.
ενεστώτας rope
γ΄ ενικό ενεστώτα ropes
αόριστος roped
παθητική μετοχή roped
ενεργητική μετοχή roping

rope (en)

  • δένω ένα άτομο ή ένα πράγμα σしぐまεいぷしろん ένα άλλο μみゅーεいぷしろん ένα σχοινί
    He roped him to a tree.
    Τたうοおみくろんνにゅー έδεσε μみゅーεいぷしろん σχοινί σしぐまεいぷしろん ένα δέντρο.

Παράγωγα

[επεξεργασία]