ruin

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
ruin ruins

ruin (en)

  1. τたうοおみくろん ερείπιο
  2. (μみゅーηいーた μετρήσιμο) ηいーた καταστροφή, τたうοおみくろん ότι δでるたεいぷしろんνにゅー έχω χρήματα, έχω χάσει τたうηいーた δουλειά, τたうηいーた θέση μみゅーοおみくろんυうぷしろん κかっぱτたうλらむだ.
    Drinking contributed to his ruin.
    Τたうοおみくろん πιοτό συνέβαλε σしぐまτたうηいーたνにゅー καταστροφή τたうοおみくろんυうぷしろん.
ενεστώτας ruin
γ΄ ενικό ενεστώτα ruins
αόριστος ruined
παθητική μετοχή ruined
ενεργητική μετοχή ruining

ruin (en)

  1. χαλάω, καταστρέφω, προκαλώ ζημιά σしぐまεいぷしろん κάτι τόσο πολύ πぱいοおみくろんυうぷしろん χάνει όλη τたうοおみくろんυうぷしろん τたうηいーたνにゅー αξία, τたうηいーたνにゅー ευχαρίστηση κかっぱτたうλらむだ.
    This incident ruined my mood.
    Αυτό τたうοおみくろん περιστατικό μみゅーοおみくろんυうぷしろん χάλασε τたうηいーた διάθεση.
    What can ruin a romantic dinner?
    Τたうιいおた μπορεί νにゅーαあるふぁ καταστρέψει ένα ρομαντικό δείπνο;
  2. καταστρέφω, κάνω κάποιον ή κάτι νにゅーαあるふぁ χάσει όλα τたうοおみくろんυうぷしろん τたうαあるふぁ χρήματα, τたうηいーた θέση τたうοおみくろんυうぷしろん κかっぱτたうλらむだ.
    He got mixed up in politics and was ruined.
    Μπερδεύτηκε μみゅーεいぷしろん τたうαあるふぁ πολιτικά κかっぱαあるふぁιいおた καταστράφηκε.