security
Μετάβαση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
security | securities |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]security (en)
- (
μ η μετρήσιμο)η ασφάλεια,η σιγουριά,ο ι δραστηριότητεςπ ο υ συνεπάγονταιμ ε τ η ν προστασία μιας χώρας, ενός κτιρίου ή ενός ατόμου από επίθεση, κίνδυνοκ τ λ .- ↪ national/state security - εθνική/κρατική ασφάλεια
- ↪ public security - δημόσια ασφάλεια
- ↪ the UN Security Council -
τ ο Συμβούλιο Ασφάλειαςτ ο υ Ο Η Ε - ↪ National Security Service - Υπηρεσία Εθνικής Ασφάλειας
- ↪ He is a risk to national security.
- Είναι άνθρωπος επικίνδυνος
γ ι α τ η ν εθνική ασφάλεια.
- Είναι άνθρωπος επικίνδυνος
- ≈ συνώνυμα: safety
- (
μ η μετρήσιμο)ο έλεγχος, ένα μέροςσ ε ένα αεροδρόμιο όπουμ ι α αρχή ελέγχει τις αποσκευέςμ ο υ - ↪ At airport security it is mandatory to show your ticket.
Σ τ ο ν έλεγχοτ ο υ αεροδρομίου είναι υποχρεωτικόν α δείξειςτ ο εισητήριόσ ο υ .
- ↪ At airport security it is mandatory to show your ticket.
- (
μ η μετρήσιμο)η ασφάλεια,τ ο τμήμα μεγάλης εταιρείας ή οργανισμούπ ο υ ασχολείταιμ ε τ η ν προστασίατ ω ν κτιρίων,τ ο υ εξοπλισμούκ α ι τ ο υ προσωπικού της- ↪ private security - ιδιωτική ασφάλεια
- ↪ the personal security of the prime minister -
η προσωπική ασφάλειατ ο υ υπουργού
- (
μ η μετρήσιμο)η ασφάλεια,η προστασία από κάτι κακόπ ο υ μπορείν α συμβείσ τ ο μέλλον- ↪ It exceeded the security limit.
- Ξεπέρασε
τ ο όριο ασφαλείας.
- Ξεπέρασε
- ↪ It exceeded the security limit.
- (μετρήσιμο
κ α ι μ η μετρήσιμο)η εγγύηση, ένα πολύτιμο αντικείμενο, όπως ένα σπίτι,π ο υ συμφωνών α δώσωσ ε κάποιον εάνδ ε ν είμαισ ε θέσην α επιστρέψωτ α χρήματαπ ο υ έχω δανειστεί από αυτόν- ↪ I pay a sum of money as security
- Καταβάλλω ένα χρηματικό ποσό ως εγγύηση.
- ↪ After the expiration of the lease, the lessor is obliged to return the full amount of the security deposit.
- Μετά
τ η λήξη της μίσθωσηςο εκμισθωτής οφείλειν α επιστρέψει ακέραιοτ ο ποσό της εγγύησης.
- Μετά
- ↪ I pay a sum of money as security
- (οικονομία, συνήθως πληθυντικός)
τ ο χρεόγραφο,τ ο αξιόγραφο, έγγραφαπ ο υ αποδεικνύουν ότι κάποιος είναι κάτοχος μετοχώνκ τ λ .σ ε μ ι α συγκεκριμένη εταιρεία- ↪ government securities - κρατικά χρεόγραφα
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- security - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press.
σ ε λ . 136. ISBN 9780194325684., λήμμα: ασφάλεια