set on
Μετάβαση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | set on |
γ΄ ενικό ενεστώτα | sets on |
αόριστος | set on |
παθητική μετοχή | set on |
ενεργητική μετοχή | setting on |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]set on (en)
- (συνήθως
σ τ η ν παθητική φωνή) ρίχνω, επιτίθεμαισ ε κάποιον ξαφνικά- ↪ She was set on by a savage dog.
- Της ρίχτηκε ένα αγριόσκυλο.
- ↪ She was set on by a savage dog.
- ρίχνω πάνω, κάνω έναν άνθρωπο ή ένα ζώο
ν α επιτεθείσ ε κάποιον ξαφνικά- ↪ He set his dog on me.
Μ ο υ έριξε πάνω/έβαλετ ο σκυλίτ ο υ .
- ↪ He set his dog on me.
Πηγές
[επεξεργασία]- set on - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press.
σ ε λ . 153, 770-771. ISBN 9780194325684., λήμμα: βάζω, ρίχνω