set on

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
ενεστώτας set on
γ΄ ενικό ενεστώτα sets on
αόριστος set on
παθητική μετοχή set on
ενεργητική μετοχή setting on

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
set on < → δείτε τις λέξεις set κかっぱαあるふぁιいおた on

set on (en)

  1. (συνήθως σしぐまτたうηいーたνにゅー παθητική φωνή) ρίχνω, επιτίθεμαι σしぐまεいぷしろん κάποιον ξαφνικά
    She was set on by a savage dog.
    Της ρίχτηκε ένα αγριόσκυλο.
  2. ρίχνω πάνω, κάνω έναν άνθρωπο ή ένα ζώο νにゅーαあるふぁ επιτεθεί σしぐまεいぷしろん κάποιον ξαφνικά
    He set his dog on me.
    Μみゅーοおみくろんυうぷしろん έριξε πάνω/έβαλε τたうοおみくろん σκυλί τたうοおみくろんυうぷしろん.