shake

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
shake shakes

shake (en)

ενεστώτας shake
γ΄ ενικό ενεστώτα shakes
αόριστος shook
παθητική μετοχή shaken
ενεργητική μετοχή shaking
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

shake (en)

  1. (μεταβατικό κかっぱαあるふぁιいおた αμετάβατο) κουνώ, ανακινώ, αναταράζω, τρέμω, τρεμουλιάζω, κινούμαι ή κινώ κάποιον ή κάτι μみゅーεいぷしろん σύντομες γρήγορες κινήσεις από πλευρά σしぐまεいぷしろん πλευρά ή πάνω-κάτω
    The wooden stairs were old and shook when I went up them.
    Ηいーた ξύλινη σκάλα ήταν παλιά κかっぱαあるふぁιいおた κούναγε όταν τたうηいーたνにゅー ανέβαινα.
    Shake the bottle well before each use.
    Ανακινήστε καλά τたうοおみくろん μπουκάλι πぱいρろーιいおたνにゅー από κάθε χρήση.
    The earthquake shook the house.
    Οおみくろん σεισμός ανατάραξε τたうοおみくろん σπίτι.
    The earth shook under our feet.
    Ηいーた γがんまηいーた έτρεμε κάτω από τたうαあるふぁ πόδια μας.
     συνώνυμα:  quake κかっぱαあるふぁιいおた tremble
  2. (μεταβατικό κかっぱαあるふぁιいおた αμετάβατο) σφίγγω γがんまιいおたαあるふぁ χαιρετισμό, κάνω χειραψία, πιάνω τたうοおみくろん χέρι κάποιου κかっぱαあるふぁιいおた τたうοおみくろん μετακινώ πάνω-κάτω γがんまιいおたαあるふぁ νにゅーαあるふぁ χαιρετήσω κάποιον ή γがんまιいおたαあるふぁ νにゅーαあるふぁ δείξω ότι συμφωνώ σしぐまεいぷしろん κάτι
    They elbowed their way through to see who would be first to shake the winner’s hand.
    Διαγκωνίζονται ποιος θしーたαあるふぁ σφίξει πρώτος τたうοおみくろん χέρι τたうοおみくろんυうぷしろん νικητή.
    She refused to shake hands with her teammate.
    (Αυτή) αρνήθηκε νにゅーαあるふぁ κάνει χειραψία μみゅーεいぷしろん συμπαίκτριά της.
  3. (αμετάβατο) τρέμω, κάνω σύντομες γρήγορες κινήσεις πぱいοおみくろんυうぷしろん δでるたεいぷしろんνにゅー μπορώ νにゅーαあるふぁ ελέγξω, γがんまιいおたαあるふぁ παράδειγμα επειδή κρυώνω ή φοβάμαι
    He did not have his coat and shook from the cold.
    Δでるたεいぷしろんνにゅー είχε τたうοおみくろん παλτό τたうοおみくろんυうぷしろん κかっぱαあるふぁιいおた τρέμει από κρύο.
     συνώνυμα:  shiver, shudder κかっぱαあるふぁιいおた tremble
  4. (μεταβατικό, όχι σしぐまτたうαあるふぁ progressive tenses) συνταράζω, προκαλώ σしぐまεいぷしろん κάποιον πολύ μεγάλη ψυχική ταραχή
    The news shook us.
    Μας συντάραξε ηいーた είδηση.