shibboleth

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

shibboleth (en)

  • παρωχημένος, εσφαλμένος, επαρχιακός ή μみゅーηいーた κοινά αποδεκτός τρόπος νにゅーαあるふぁ κάνεις ή νにゅーαあるふぁ πεις κάτι