shock
Μετάβαση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
shock | shocks |
shock (en)
- (μετρήσιμο
κ α ι μ η μετρήσιμο)ο συγκλονισμός,τ ο σ ο κ , ένα έντονο αίσθημα έκπληξης ως αποτέλεσμα κάτιπ ο υ συμβαίνει, ειδικά κάτι δυσάρεστο·τ ο γεγονόςπ ο υ προκαλεί αυτότ ο συναίσθημα- ↪ deep/mental shock - βαθύς/ψυχικός συγκλονισμός
- ↪ It gave me a shock learning that…
- Έπαθα
σ ο κ μαθαίνοντας ότι…
- Έπαθα
- (
μ η μετρήσιμο, ιατρική)τ ο σ ο κ ,μ ι α σοβαρή ιατρική κατάσταση- ↪ nervous/post-operative/septic/allergic shock - νευρικό/μετεγχειρητικό/σηπτικό/αλλεργικό
σ ο κ
- ↪ nervous/post-operative/septic/allergic shock - νευρικό/μετεγχειρητικό/σηπτικό/αλλεργικό
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | shock |
γ΄ ενικό ενεστώτα | shocks |
αόριστος | shocked |
παθητική μετοχή | shocked |
ενεργητική μετοχή | shocking |
shock (en)
- (μεταβατικό) σοκάρω, συγκλονίζω, εκπλήσσω
κ α ι στενοχωρώ κάποιον- ↪ I felt shocked at the sight of his blood.
- Αισθάνθηκα σοκαρισμένος
σ τ η θέατ ο υ αίματος.
- Αισθάνθηκα σοκαρισμένος
- ↪ The news of his death shocked me.
Μ ε συγκλόνισεη είδησητ ο υ θανάτουτ ο υ .
- ↪ I felt shocked at the sight of his blood.
- (μεταβατικό
κ α ι αμετάβατο) σοκάρω,γ ι α κακή γλώσσα, ανήθικη συμπεριφοράκ τ λ ., προσβάλλω κάποιον ή γεμάτος φρίκη- ↪ I was shocked to hear her swear.
- Σοκαρίστηκα φοβερά όταν
τ η ν άκουσαν α βλαστημάει.
- Σοκαρίστηκα φοβερά όταν
- ↪ He wanted to shock us with his wild outfit.
- Ήθελε
ν α μας σοκάρειμ ε τ ο έξαλλο ντύσιμότ ο υ .
- Ήθελε
- ↪ I was shocked to hear her swear.
Πηγές
[επεξεργασία]- shock (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- shock (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press.
σ ε λ . 804, 831. ISBN 9780194325684., λήμμα:σ ο κ , σοκάρω, συγκλονίζω
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]shock (it)