shock

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
shock shocks

shock (en)

  1. (μετρήσιμο κかっぱαあるふぁιいおた μみゅーηいーた μετρήσιμο) οおみくろん συγκλονισμός, τたうοおみくろん σしぐまοおみくろんκかっぱ, ένα έντονο αίσθημα έκπληξης ως αποτέλεσμα κάτι πぱいοおみくろんυうぷしろん συμβαίνει, ειδικά κάτι δυσάρεστο· τたうοおみくろん γεγονός πぱいοおみくろんυうぷしろん προκαλεί αυτό τたうοおみくろん συναίσθημα
    deep/mental shock - βαθύς/ψυχικός συγκλονισμός
    It gave me a shock learning that…
    Έπαθα σしぐまοおみくろんκかっぱ μαθαίνοντας ότι…
  2. (μみゅーηいーた μετρήσιμο, ιατρική) τたうοおみくろん σしぐまοおみくろんκかっぱ, μみゅーιいおたαあるふぁ σοβαρή ιατρική κατάσταση
    nervous/post-operative/septic/allergic shock - νευρικό/μετεγχειρητικό/σηπτικό/αλλεργικό σしぐまοおみくろんκかっぱ
ενεστώτας shock
γ΄ ενικό ενεστώτα shocks
αόριστος shocked
παθητική μετοχή shocked
ενεργητική μετοχή shocking

shock (en)

  1. (μεταβατικό) σοκάρω, συγκλονίζω, εκπλήσσω κかっぱαあるふぁιいおた στενοχωρώ κάποιον
    I felt shocked at the sight of his blood.
    Αισθάνθηκα σοκαρισμένος σしぐまτたうηいーた θέα τたうοおみくろんυうぷしろん αίματος.
    The news of his death shocked me.
    Μみゅーεいぷしろん συγκλόνισε ηいーた είδηση τたうοおみくろんυうぷしろん θανάτου τたうοおみくろんυうぷしろん.
  2. (μεταβατικό κかっぱαあるふぁιいおた αμετάβατο) σοκάρω, γがんまιいおたαあるふぁ κακή γλώσσα, ανήθικη συμπεριφορά κかっぱτたうλらむだ., προσβάλλω κάποιον ή γεμάτος φρίκη
    I was shocked to hear her swear.
    Σοκαρίστηκα φοβερά όταν τたうηいーたνにゅー άκουσα νにゅーαあるふぁ βλαστημάει.
    He wanted to shock us with his wild outfit.
    Ήθελε νにゅーαあるふぁ μας σοκάρει μみゅーεいぷしろん τたうοおみくろん έξαλλο ντύσιμό τたうοおみくろんυうぷしろん.



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

shock (it)