showing

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
showing showings

showing (en)

  1. ηいーた προβολή έργου/ταινίας
    What time is the showing?
    Τたうιいおた ώρα είναι ηいーた προβολή;
     συνώνυμα: screening
  2. (συνήθως ενικός) ηいーた εμφάνιση, πぱいοおみくろんυうぷしろん δείχνει πόσο καλά ή πόσο άσχημα κάνει κάποιος ή κάτι
    Greece made a good showing at the Olympics.
    Ηいーた Ελλάδα έκανε καλή εμφάνιση στους Ολυμπιακούς.

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

showing (en)