siciliano

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
siciliano < sicili- + -an- + -o

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική siciliano sicilianoj
αιτιατική sicilianon sicilianojn

siciliano (eo)



Επίθετο

[επεξεργασία]
ενικός ενικός πληθυντικός
αρσενικό siciliano siciliani
θηλυκό siciliana siciliane

siciliano (it)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

siciliano (it)

  • ηいーた γλώσσα πぱいοおみくろんυうぷしろん ομιλήτε σしぐまτたうηいーたνにゅー Σικελία