silny
Μετάβαση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- silny < siła
Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]silny (pl)
- δυνατός,
π ο υ σχετίζεταιμ ε τ η φυσική ή πνευματική δύναμη (όχιμ ε τ η δυνατότητα)
silny (pl)