sin
Μετάβαση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
sin | sins |
sin (en)
η αμαρτία,η παραβίαση ενός ηθικού κανόνα ήτ ο υ θείου νόμου- ↪ I am confessing my sins.
- Εξομολογούμαι τις αμαρτίες
μ ο υ .
- Εξομολογούμαι τις αμαρτίες
- ↪ I am repenting for my sins.
- Μετανοώ
γ ι α τις αμαρτίεςμ ο υ .
- Μετανοώ
- ↪ I am confessing my sins.
- (
μ η μετρήσιμο)η αμαρτία,η ενέργειατ ο υ ν α αμαρτάνω- ↪ He lives a life of sin.
Ζ ε ι μέσασ τ η ν αμαρτία.
- ↪ He lives a life of sin.
- (ανεπίσημο)
η αμαρτία,μ ι α ενέργειαπ ο υ ο κόσμος πιστεύει ότι είναι πολύ κακή- ↪ It’s a sin to stay indoors on such a beautiful day.
- Είναι αμαρτία
ν α μένεις μέσα τέτοια όμορφη μέρα.
- Είναι αμαρτία
- ↪ It’s a sin to stay indoors on such a beautiful day.
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενεστώτας | sin |
γ΄ ενικό ενεστώτα | sins |
αόριστος | sinned |
παθητική μετοχή | sinned |
ενεργητική μετοχή | sinning |
sin (en)
- (αμετάβατο, θρησκεία) αμαρτάνω
- ↪ I have sinned against God.
- Αμάρτησα ενώπιον Θεού.
- ↪ We all sin.
- Όλοι αμαρταίνομε.
- ↪ I have sinned against God.
Πηγές
[επεξεργασία]
Βοσνιακά (bs)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]sin (bs)
Ισπανικά (es)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- sin < (κληρονομημένο) λατινική sine. Συγγενή: γαλλική sans, ιταλική senza
Σύνδεσμος
[επεξεργασία]sin (es)
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Παράγωγα
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Ανεπίσημοι όροι (αγγλικά)
- Ρήματα
π ο υ κλίνονται όπωςτ ο 'stop' (αγγλικά) - Θρησκεία (αγγλικά)
- Βοσνιακή γλώσσα
- Ουσιαστικά (βοσνιακά)
- Κληρονομημένες λέξεις από
τ α λατινικά (ισπανικά) - Προέλευση λέξεων από
τ α λατινικά (ισπανικά) - Ισπανική γλώσσα
- Σύνδεσμοι (ισπανικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ισπανικά)