skip

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
skip skips

skip (en)

ενεστώτας skip
γ΄ ενικό ενεστώτα skips
αόριστος skipped
παθητική μετοχή skipped
ενεργητική μετοχή skipping

skip (en)

  1. (μεταβατικό κかっぱαあるふぁιいおた αμετάβατο) παραλείπω κάτι πぱいοおみくろんυうぷしろん θしーたαあるふぁ ήταν τたうοおみくろん επόμενο πράγμα πぱいοおみくろんυうぷしろん θしーたαあるふぁ έκανα, θしーたαあるふぁ διάβαζα κかっぱτたうλらむだ.
    I am skipping the next chapter of the book.
    Παραλείπω τたうοおみくろん επόμενο κεφάλαιο τたうοおみくろんυうぷしろん βιβλίου.
    When you hand out sweets, you always skip me.
    Όταν μοιράζεις γλυκά πάντα μみゅーεいぷしろん παραλείπεις.
     συνώνυμα: → δείτε τたうηいーた λέξη omit
  2. (μεταβατικό, λαϊκότροπο) τたうοおみくろん σκάω από κάτι
    I am skipping school.
    Τたうοおみくろん σκάω από τたうοおみくろん σχολείο.
     συνώνυμα: → δείτε τたうηいーたνにゅー έκφραση play truant
  3. χοροπηδάω / χοροπηδώ



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

skip (no)