soifo
Μετάβαση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | soifo | soifoj |
αιτιατική | soifon | soifojn |
soifo (eo)
η δίψα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | soifo | soifoj |
αιτιατική | soifon | soifojn |
soifo (eo)