sposo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sposo (it) αρσενικό

  • οおみくろん γαμπρός (σしぐまτたうηいーたνにゅー τελετή τたうοおみくろんυうぷしろん γάμου)
  • οおみくろん σύζυγος, οおみくろん άντρας

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]