squash

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

squash (en)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
squash squashes / squash

squash (en)

  1. (αθλητισμός) τたうοおみくろん παιχνίδι σκουός
  2. (σπάνια σしぐまτたうοおみくろんνにゅー πληθυντικό) στριμωξίδι, συνωστισμός
  3. ζούληγμα, σύνθλιψη· οおみくろん ήχος πλατςσπλατς), της σύνθλιψης
  4. (φρούτο, αμετάβλητο σしぐまτたうοおみくろんνにゅー πληθυντικό) κολοκύθι· τたうαあるふぁ κολοκυθάκια

squash (en)

  1. στίβω, ζουλάω, συνθλίβω
  2. στριμώχνω, συνωστίζομαι
  3. (καθομιλουμένη) καταστέλλω, καταπνίγω
  4. (καθομιλουμένη) αποστομώνω
  • D.N. Stavropoulos κかっぱαあるふぁιいおた A.S. Hornby, Oxford English - Greek Learner's Dictionary (Οξφόρδη κかっぱ.αあるふぁ.: Oxford University Press, 1977, ISBN 0-19-431147-3), σしぐま. 666.