stol
Μετάβαση
Βοσνιακά (bs)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]stol (bs)
τ ο τραπέζι
Συνώνυμα
[επεξεργασία]
Κροατικά (hr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]stol (hr) αρσενικό
τ ο τραπέζι
Σερβικά (sr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]stol (sr)
- λατινική γραφή
τ ο υ стол