stol

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

stol (bs)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]


Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

stol (hr) αρσενικό


Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

stol (sr)

  • λατινική γραφή τたうοおみくろんυうぷしろん стол