stove

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
stove stoves

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

stove (en)

  1. ηいーた σόμπα
  2. (συσκευή) ηいーた κουζίνα
    οおみくろん χώρος της κουζίνας: kitchen