stroll
Μετάβαση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
stroll | strolls |
stroll (en)
ο περίπατος,η βόλτα,η τσάρκα,ο γύρος,τ ο σουλάτσο- ↪ I take a stroll/I go for a stroll.
- Πάω
γ ι α τσάρκα/Πάων α κάνω ένα γύρο.
- Πάω
- ↪ I take a stroll/I go for a stroll.
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | stroll |
γ΄ ενικό ενεστώτα | strolls |
αόριστος | strolled |
παθητική μετοχή | strolled |
ενεργητική μετοχή | strolling |
stroll (en)
- γυρίζω, περιφέρομαι άσκοπα ή χαλαρά, περιπλανιέμαι, βολτάρω, σουλατσάρω, περπατάω κάπου
μ ε αργό χαλαρό τρόπο- ↪ In the morning we strolled around the park.
Τ ο πρωί γυρίσαμεσ τ ο πάρκο.
- ↪ In the morning we strolled around the park.
Πηγές
[επεξεργασία]- stroll (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- stroll (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press.
σ ε λ . 203. ISBN 9780194325684., λήμμα: γυρίζω