struggle

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
struggle struggles

struggle (en)

  1. οおみくろん αγώνας, σκληρή μάχη σしぐまτたうηいーたνにゅー οποία οおみくろんιいおた άνθρωποι προσπαθούν νにゅーαあるふぁ αποκτήσουν ή νにゅーαあるふぁ πετύχουν κάτι, ειδικά κάτι πぱいοおみくろんυうぷしろん κάποιος άλλος δでるたεいぷしろんνにゅー θέλει νにゅーαあるふぁ έχουν
    The institution of monthly leave was a result of long-term struggles of the working class.
    Ηいーた καθιέρωση της μηνιαίας άδειας ήταν αποτέλεσμα μακροχρόνιων αγώνων της εργατικής τάξης.
  2. οおみくろん αγώνας, σωματική μάχη μεταξύ δύο ατόμων ή ομάδων ανθρώπων
    an armed struggle - ένοπλος αγώνας
  3. (ενικός) οおみくろん αγώνας, ηいーた προσπάθεια, κάτι πぱいοおみくろんυうぷしろん είναι δύσκολο νにゅーαあるふぁ κάνω ή νにゅーαあるふぁ πετύχω
    It was a struggle for her to raise her children.
    Έκανε αγώνα γがんまιいおたαあるふぁ νにゅーαあるふぁ μεγαλώσει τたうαあるふぁ παιδιά της.
    He lifts weights without any struggle.
    Σηκώνει βάρη χωρίς καμιά προσπάθεια.
     συνώνυμα: effort
ενεστώτας struggle
γ΄ ενικό ενεστώτα struggles
αόριστος struggled
παθητική μετοχή struggled
ενεργητική μετοχή struggling

struggle (en)

  1. αγωνίζομαι, παλεύω
  2. προοδεύω μみゅーεいぷしろん δυσκολία