stump

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
stump stumps

stump (en)

  1. τたうοおみくろん κούτσουρο, τたうοおみくろん πρέμνο, τたうοおみくろん κάτω μέρος ενός δέντρου πぱいοおみくろんυうぷしろん έμεινε σしぐまτたうοおみくろん έδαφος αφού τたうοおみくろん υπόλοιπο έχει πέσει ή κοπεί
    He sat on a stump.
    Κάθησε σしぐま' ένα κούτσουρο.
  2. τたうοおみくろん κολοβό κομμάτι, τたうοおみくろん απομεινάρι
    the stump of a pencil - τたうοおみくろん απομεινάρι ενός μολυβιού
  3. (μόνο ενικός, ανεπίσημο, ειδικά αμερικανικά αγγλικά) ηいーた προεκλογική περιοδεία, τたうοおみくろん γεγονός ότι ένας πολιτικός πηγαίνει σしぐまεいぷしろん διαφορετικά μέρη πぱいρろーιいおたνにゅー από τις εκλογές κかっぱαあるふぁιいおた προσπαθεί νにゅーαあるふぁ κερδίσει τたうηいーたνにゅー υποστήριξη τたうοおみくろんυうぷしろん κόσμου κάνοντας ομιλίες
    on the stump - σしぐまεいぷしろん προεκλογική περιοδεία
ενεστώτας stump
γ΄ ενικό ενεστώτα stumps
αόριστος stumped
παθητική μετοχή stumped
ενεργητική μετοχή stumping

stump (en)

  1. (μεταβατικό, ανεπίσημο) πατάω, κολλάω κάποιον σしぐまτたうοおみくろんνにゅー τοίχο, κάνω σしぐまεいぷしろん κάποιον μみゅーιいおたαあるふぁ ερώτηση πぱいοおみくろんυうぷしろん είναι πολύ δύσκολο γがんまιいおたαあるふぁ νにゅーαあるふぁ απαντήσει ή νにゅーαあるふぁ τたうοおみくろんυうぷしろん δώσω ένα πρόβλημα πぱいοおみくろんυうぷしろん δでるたεいぷしろんνにゅー μπορεί νにゅーαあるふぁ λύσει
    All the candidates were stumped by the second question.
    Όλοι οおみくろんιいおた υποψήφιοι τたうηいーたνにゅー πάτησαν σしぐまτたうηいーた δεύτερη ερώτηση.
    The problem stumped me.
    Τたうοおみくろん πρόβλημα μみゅーεいぷしろん κόλλησε σしぐまτたうοおみくろんνにゅー τοίχο.
     συνώνυμα: → δείτε τたうηいーた λέξη confuse
  2. (αμετάβατο) περπατάω βαριά κかっぱαあるふぁιいおた άχαρα
    He stumped up and down the room.
    Περπατούσα βαριά πάνω-κάτω σしぐまτたうοおみくろん δωμάτιο.
    He stumped across the room in his boots.
    Διέσχισε τたうοおみくろん δωμάτιο βαριά μみゅーεいぷしろん τις μπότες τたうοおみくろんυうぷしろん.
     συνώνυμα: stomp
  3. (μεταβατικό & αμετάβατο, αμερικανική σημασία) κάνω περιοδεία βγάζοντας πολιτικούς λόγους, ταξιδεύω κかっぱαあるふぁιいおた κάνω πολιτικές ομιλίες, ειδικά πぱいρろーιいおたνにゅー από εκλογές
    He stumped all around the country.
    Έκανε σしぐまεいぷしろん όλη τたうηいーた χώρα βγάζοντας λόγους.

Παράγωγα

[επεξεργασία]