stump
Μετάβαση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
stump | stumps |
stump (en)
τ ο κούτσουρο,τ ο πρέμνο,τ ο κάτω μέρος ενός δέντρουπ ο υ έμεινεσ τ ο έδαφος αφούτ ο υπόλοιπο έχει πέσει ή κοπεί- ↪ He sat on a stump.
- Κάθησε
σ ' ένα κούτσουρο.
- Κάθησε
- ↪ He sat on a stump.
τ ο κολοβό κομμάτι,τ ο απομεινάρι- ↪ the stump of a pencil -
τ ο απομεινάρι ενός μολυβιού
- ↪ the stump of a pencil -
- (μόνο ενικός, ανεπίσημο, ειδικά αμερικανικά αγγλικά)
η προεκλογική περιοδεία,τ ο γεγονός ότι ένας πολιτικός πηγαίνεισ ε διαφορετικά μέρηπ ρ ι ν από τις εκλογέςκ α ι προσπαθείν α κερδίσειτ η ν υποστήριξητ ο υ κόσμου κάνοντας ομιλίες- ↪ on the stump -
σ ε προεκλογική περιοδεία
- ↪ on the stump -
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | stump |
γ΄ ενικό ενεστώτα | stumps |
αόριστος | stumped |
παθητική μετοχή | stumped |
ενεργητική μετοχή | stumping |
stump (en)
- (μεταβατικό, ανεπίσημο) πατάω, κολλάω κάποιον
σ τ ο ν τοίχο, κάνωσ ε κάποιονμ ι α ερώτησηπ ο υ είναι πολύ δύσκολογ ι α ν α απαντήσει ήν α τ ο υ δώσω ένα πρόβλημαπ ο υ δ ε ν μπορείν α λύσει - (αμετάβατο) περπατάω βαριά
κ α ι άχαρα - (μεταβατικό & αμετάβατο, αμερικανική σημασία) κάνω περιοδεία βγάζοντας πολιτικούς λόγους, ταξιδεύω
κ α ι κάνω πολιτικές ομιλίες, ειδικάπ ρ ι ν από εκλογές- ↪ He stumped all around the country.
- Έκανε
σ ε όλητ η χώρα βγάζοντας λόγους.
- Έκανε
- ↪ He stumped all around the country.
Παράγωγα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- stump (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- stump (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press.
σ ε λ . 107, 475, 686-687, 688. ISBN 9780194325684., λήμμα: απομεινάρι, κούτσουρο, περιοδεία, περιπατώ