subordinate
Μετάβαση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]subordinate (en)
ο υποτακτικός, αυτόςπ ο υ είναισ ε κατώτερη μοίρα,ο δούλος
Επίθετο
[επεξεργασία]subordinate (en)
- αυτος
π ο υ τοποθετείταισ ε κατώτερη τάξη ή θέση,π ο υ ελέγχεται απόμ ι α μορφή εξουσίας, εξαρτημένος, υποτελής- the king and the subordinate knights -
ο βασιλιάςκ α ι ο ι υποτελείς ιππότες
- the king and the subordinate knights -
η εξαρτημένη πρόταση,η δευτερεύουσα- subordinate clause - δευτερεύουσα πρόταση
Ρήμα
[επεξεργασία]subordinate (en)
- υποτάσσω
- (οικονομικά) δίνω ήσσονα προτεραιότητα
σ ε πληρωμέςε ν όψει χρεωκοπίας