synoptique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
synoptique < αρχαία ελληνική συνοπτικός

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /si.nɔp.tik/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
synoptique synoptiques

synoptique (fr) αρσενικό ή θηλυκό