szeroki
Μετάβαση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]szeroki < πρωτοσλαβική širokъ
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]szeroki (pl)
szeroki < πρωτοσλαβική širokъ
szeroki (pl)