ta

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
ta tes

ta (fr) θηλυκό



Αντωνυμία

[επεξεργασία]

ta (zh)



ta



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /ta/

Κλιτικός τύπος αντωνυμίας

[επεξεργασία]

ta (pl)

  1. ten σしぐまτたうηいーたνにゅー ονομαστική κかっぱαあるふぁιいおた κλητική τたうοおみくろんυうぷしろん ενικού τたうοおみくろんυうぷしろん θηλυκού γένους
  2. ten σしぐまτたうηいーたνにゅー ονομαστική, αιτιατική κかっぱαあるふぁιいおた κλητική τたうοおみくろんυうぷしろん πληθυντικού τたうοおみくろんυうぷしろん ουδέτερου γένους