tago
Μετάβαση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tago | tagoj |
αιτιατική | tagon | tagojn |
tago (eo)
- Bonan tagon! Καλημέρα!
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tago | tagoj |
αιτιατική | tagon | tagojn |
tago (eo)