talk

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
talk talks

talk (en)

  1. ηいーた συζήτηση, ηいーた κουβέντα
    We had a long talk about it.
    Είχαμε μεγάλη συζήτηση γがんまιいおた' αυτό.
    We had a lot of talks with him on it.
    Είχαμε πολλές συζητήσεις μαζί τたうοおみくろんυうぷしろん γがんまιいおた' αυτό.
    They settled down for a talk.
    Τたうοおみくろん στρώσανε σしぐまτたうηいーたνにゅー κουβέντα.
     συνώνυμα:  conversation κかっぱαあるふぁιいおた discussion
  2. (μόνο πληθυντικός) οおみくろんιいおた συζητήσεις, συνομιλίες, επίσημες συζητήσεις μεταξύ κυβερνήσεων ή οργανισμών
    The disarmament talks broke down.
    Οおみくろんιいおた συζητήσεις/συνομιλίες γがんまιいおたαあるふぁ τたうοおみくろんνにゅー αφοπλισμό απότυχαν.
  3. (uncountable, ανεπίσημο) οおみくろんιいおた κουβέντες, λόγια πぱいοおみくろんυうぷしろん λέγονται, αλλά χωρίς τたうαあるふぁ απαραίτητα γεγονότα ή ενέργειες γがんまιいおたαあるふぁ νにゅーαあるふぁ τたうαあるふぁ υποστηρίξουν
    Don’t be scared of his threats—they are just talk!
    Μみゅーηいーた φοβάσαι τις απειλές τたうοおみくろんυうぷしろん, κουβέντες είναι!
ενεστώτας talk
γ΄ ενικό ενεστώτα talks
αόριστος talked
παθητική μετοχή talked
ενεργητική μετοχή talking

talk (en)

  1. (μεταβατικό κかっぱαあるふぁιいおた αμετάβατο) μιλάω, λέω κάτι, αρθρώνω λέξεις μみゅーεいぷしろん κανονική φωνή· εκφράζω τις σκέψεις ή τたうαあるふぁ συναισθήματά μみゅーοおみくろんυうぷしろん μみゅーεいぷしろん προφορικό λόγο
    She talks fast/loudly/non-stop.
    Μιλάει γρήγορα/δυνατά/ασταμάτητα.
    He loves her but doesn’t dare talk to her.
    Τたうηいーたνにゅー αγαπάει αλλά δでるたεいぷしろんνにゅー τολμά νにゅーαあるふぁ της μιλήσει.
    The baby can’t talk yet.
    Τたうοおみくろん μωρό δでるたεいぷしろんνにゅー μιλάει ακόμα.
    He doesn’t know what he’s talking about.
    Δでるたεいぷしろんνにゅー ξέρει τたうιいおた λέει.
    I know what I’m talking about!
    Ξέρω εγώ τたうιいおた λέω!
    Talking during class time is not allowed.
    Απαγορεύονται οおみくろんιいおた ομιλίες κατά τたうηいーたνにゅー ώρα τたうοおみくろんυうぷしろん μαθήματος.
    He heard talking in the street and went out to see who it was.
    Άκουσε ομιλίες σしぐまτたうοおみくろん δρόμο κかっぱαあるふぁιいおた βγήκε νにゅーαあるふぁ δでるたεいぷしろんιいおた ποιος ήταν.
     συνώνυμα: speak
  2. (μεταβατικό κかっぱαあるふぁιいおた αμετάβατο) μιλάω, κουβεντιάζω, συζητώ κάτι
    What did you talk about?
    Γがんまιいおたαあるふぁ πぱいοおみくろんιいおたοおみくろん πράγμα μιλούσατε/κουβεντιάζατε;
    I talked to/with a friend about it.
    Μίλησα σしぐま'/μみゅー' ένα φίλο γがんまιいおた' αυτό.
    Everyone is talking about it.
    Όλος οおみくろん κόσμος μιλάει γがんまιいおた' αυτό.
    They’ve been talking for hours.
    Κουβεντιάζουν επί ώρες.
    There’s no point in talking to him
    Δでるたεいぷしろん βγαίνει τίποτα νにゅーαあるふぁ συζητάς μαζί τたうοおみくろんυうぷしろん.
    It is usually better to solve problems by talking than by fighting.
    Καλύτερα νにゅーαあるふぁ λύνει κάποιος τたうαあるふぁ προβλήματα μみゅーεいぷしろん συζήτηση παρά μみゅーεいぷしろん διαμάχη.
    She is the most talked about politician of the decade.
    Είναι ηいーた πぱいιいおたοおみくろん πολυσυζητημένη πολιτικός της δεκαετίας.
  3. (μεταβατικό κかっぱαあるふぁιいおた αμετάβατο) μιλάω, λέω λέξεις σしぐまεいぷしろん μみゅーιいおたαあるふぁ γλώσσα
    Were they talking in English or in French?
    Μιλούσανε αγγλικά ή γαλλικά;
  4. (μεταβατικό) μιλάω, λέω πράγματα πぱいοおみくろんυうぷしろん είναι ή δでるたεいぷしろんνにゅー είναι λογικά
    You’re talking sense.
    Μιλάς λογικά.
    He’s talking nonsense.
    Λέει ανοησίες.
  5. (αμετάβατο) κουβεντιάζω, κουτσομπολεύω
    You must be more discreet if you don’t want to be talked about.
    Πρέπει νにゅーαあるふぁ είσαι πぱいιいおたοおみくろん διακριτικός αあるふぁνにゅー θέλεις νにゅーαあるふぁ μみゅーηいーたνにゅー σしぐまεいぷしろん κουβεντιάζουν.
     συνώνυμα: gossip
  6. (αμετάβατο) μιλάω, δίνω πληροφορίες σしぐまεいぷしろん κάποιον, ειδικά απρόθυμα
    They tortured him to make him talk.
    Τたうοおみくろんνにゅー βασάνισαν γがんまιいおたαあるふぁ νにゅーαあるふぁ τたうοおみくろんνにゅー κάμουν νにゅーαあるふぁ μιλήσει.

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /talk/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

talk (pl) αρσενικό

  1. τたうοおみくろん τたうαあるふぁλらむだκかっぱ