terra

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
Δείτε επίσης: Terra
      ενικός         πληθυντικός  
terra terre

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

terra (it) θηλυκό

  1. ηいーた γがんまηいーた
  2. τたうοおみくろん χώμα, τたうοおみくろん έδαφος
  3. ηいーた χώρα
  4. ηいーた ξηρά, ηいーた στεριά



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

terra (la) θηλυκό

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική terra terrae
γενική terrae terrārum
δοτική terrae terrīs
αιτιατική terram terrās
κλητική terra terrae
αφαιρετική terrā terrīs
(αあるふぁ' κλίση)

ενικός πληθυντικός
terra terras

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

terra (pt) θηλυκό

  1. ηいーた γがんまηいーた
  2. τたうοおみくろん χώμα, τたうοおみくろん έδαφος
  3. ηいーた χώρα
  4. ηいーた ξηρά, ηいーた στεριά