topo
Μετάβαση
Ισπανικά (es)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]topo (es) αρσενικό
ο τυφλοπόντικας,ο ασπάλακας
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]topo (it) αρσενικό
ο ποντικός
topo (es) αρσενικό
topo (it) αρσενικό