tow
Μετάβαση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
tow | tows |
tow (en)
η ρυμούλκηση,μ ι α πράξη ενός οχήματοςπ ο υ τραβά ένα άλλο όχημα χρησιμοποιώντας σχοινί ή αλυσίδα
Παράγωγα
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | tow |
γ΄ ενικό ενεστώτα | tows |
αόριστος | towed |
παθητική μετοχή | towed |
ενεργητική μετοχή | towing |
tow (en)
- ρυμουλκώ, σέρνω
μ ε σκοινί, τραβώ- ↪ I tow a ship.
- Ρυμουλκώ ένα πλοίο.
- ↪ The car was towed to the nearest garage.
Τ ο αυτοκίνητο ρυμουλκήθηκεσ τ ο πλησιέστερο γκαράζ.
- ↪ I tow a ship.
Πηγές
[επεξεργασία]- tow (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- tow (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press.
σ ε λ . 775. ISBN 9780194325684., λήμμα: ρυμούλκηση, ρυμουλκώ