tranchant

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό tranchant tranchants
θηλυκό tranchante tranchantes

tranchant (fr)

  1. κοφτερός


Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
tranchant tranchants

tranchant (fr) αρσενικό

  1. ηいーた ακμή (ενός μαχαιριού)

Εκφράσεις

[επεξεργασία]