tribu

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
tribu tribus

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

tribu (fr) θηλυκό