upset

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός upset
συγκριτικός more upset
υπερθετικός most upset

upset (en)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

upset (en)

  1. διακοπή, ενόχληση
  2. απρόσμενη νίκη ενός αουτσάιντερ, ανατροπή
  3. ναυτία όταν αναφέρεται σしぐまτたうοおみくろん στομάχι
ενεστώτας upset
γ΄ ενικό ενεστώτα upsets
αόριστος upset
παθητική μετοχή upset
ενεργητική μετοχή upsetting
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

upset (en)

  1. εκνευρίζω, αναστατώνω κάποιον, δημιουργώ σしぐまεいぷしろん κάποιον άσχημη διάθεση, χαλάω
    this incident upset me
    αυτό τたうοおみくろん περιστατικό μみゅーεいぷしろん χάλασε
  2. διαταράσσω, διακόπτω κάτι
  3. προκαλώ σしぐまεいぷしろん κάποιον αδιαθεσία, χαλάω
    This sweet upset me.
    Αυτό τたうοおみくろん γλυκό μみゅーεいぷしろん χάλασε.
     συνώνυμα: sicken

Συνώνυμα

[επεξεργασία]