vaisseau

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
vaisseau vaisseaux

vaisseau (fr) αρσενικό

  1. τたうοおみくろん αγγείο
    vaisseau sanguin - αιμοφόρο αγγείο
  2. τたうοおみくろん σκάφος
    vaisseau spatial - διαστημόπλοιο