vanity
Μετάβαση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]vanity (en)
- Vanity of vanities, saith the Preacher, vanity of vanities; all is vanity
- Ματαιότης ματαιοτήτων, ...,
τ α πάντα ματαιότης (Εκκλησιαστής)
- Ματαιότης ματαιοτήτων, ...,