vanity

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

vanity (en)

Vanity of vanities, saith the Preacher, vanity of vanities; all is vanity
Ματαιότης ματαιοτήτων, ..., τたうαあるふぁ πάντα ματαιότης (Εκκλησιαστής)