veil

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

veil < (κληρονομημένο) μέση αγγλική veil, veyl < παλαιά γαλλική veil < λατινική vēlum. Αντικατέστησε τたうηいーたνにゅー μέση αγγλική scleire (scleyre, sleyre, slyre)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /veɪl/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
veil veils

veil (en)

  1. τたうοおみくろん πέπλο, τたうοおみくろん βέλο
  2. ηいーた μαντίλα, οおみくろん φερετζές

veil (en)

  1. καλύπτω, σκεπάζω
  2. (μεταφορικά) κρύβω, κουκουλώνω, αποκρύπτω
    I veiled my distaste for Sally, in fear of her firing me
    Απέκρυψα τたうηいーたνにゅー αντιπάθειά μみゅーοおみくろんυうぷしろん γがんまιいおたαあるふぁ τたうηいーたνにゅー Σάλλυ καθώς φοβόμουν μみゅーηいーたνにゅー μみゅーεいぷしろん απολύσει