veil
Μετάβαση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]veil < (κληρονομημένο) μέση αγγλική veil, veyl < παλαιά γαλλική veil < λατινική vēlum. Αντικατέστησε
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
veil | veils |
veil (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]veil (en)
- καλύπτω, σκεπάζω
- (μεταφορικά) κρύβω, κουκουλώνω, αποκρύπτω
- ↪I veiled my distaste for Sally, in fear of her firing me
- Απέκρυψα
τ η ν αντιπάθειάμ ο υ γ ι α τ η ν Σάλλυ καθώς φοβόμουνμ η ν μ ε απολύσει
- Απέκρυψα
- ↪I veiled my distaste for Sally, in fear of her firing me
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από
τ η μέση αγγλική (αγγλικά) - Προέλευση λέξεων από
τ η μέση αγγλική (αγγλικά) - Προέλευση λέξεων από
τ α παλαιά γαλλικά (αγγλικά) - Προέλευση λέξεων από
τ α λατινικά (αγγλικά) - Λήμματα
μ ε προφοράΔ Φ Α (αγγλικά) - Λήμματα
μ ε ήχοσ τ η ν προφορά (αμερικανικά αγγλικά) - Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Ρήματα (αγγλικά)
- Μεταφορικοί όροι (αγγλικά)