venter

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
venter < vent

venter (fr) (αμετάβατο)

  • (γがんまιいおたαあるふぁ άνεμο, λόγιο) φυσώ (συνήθως σしぐまτたうοおみくろん τρίτο ενικό πρόσωπο)
    il vente - φυσάει (αέρας)

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • qu'il pleuve ou qu'il vente - ό,τたうιいおた καιρό κかっぱαあるふぁιいおた νにゅーαあるふぁ κάνει

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

venter (la)