walking

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

walking (en)

  1. περιπατητικός
    walking shoes
  2. μみゅーεいぷしろん τたうαあるふぁ πόδια, πεζός
    walking tour
  3. ως παρομοίωση γがんまιいおたαあるふぁ κάτι εξαιρετικό ή μみゅーιいおたαあるふぁ ιδιότητα πぱいοおみくろんυうぷしろん κάποιος λογικά δでるたεいぷしろんνにゅー μπορεί νにゅーαあるふぁ έχει, ζωντανή απόδειξη
    walking miracle, walking dictionary (τたうοおみくろん αντίστοιχο της "κινητής βιβλιοθήκης")

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

walking (en)

  1. τたうοおみくろん περπάτημα

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

walking (en)