wall

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
wall walls

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

wall (en)

  1. τたうοおみくろん τείχος, ψηλός κかっぱαあるふぁιいおた ισχυρός τοίχος από μεγάλες πέτρες, πぱいοおみくろんυうぷしろん έχτιζαν γύρω από εκτεταμένες περιοχές γがんまιいおたαあるふぁ προστασία από τους εχθρούς
    the Great Wall of China - τたうοおみくろん Σινικό Τείχος
    the long walls of Athens - τたうαあるふぁ μακρά τείχη τたうωおめがνにゅー Αθηνών
    a fortified/impregnable/unassailable wall - οχυρό/άπαρτο/απρόσβλητο τείχος
  2. οおみくろん τοίχος, οποιαδήποτε από τις πλευρές ενός κτιρίου ή δωματίου
    The walls of the palaces of Knossos are decorated with frescoes.
    Οおみくろんιいおた τοίχοι τたうωおめがνにゅー ανακτόρων της Κνωσού είναι διακοσμημένοι μみゅーεいぷしろん τοιχογραφίες.
  3. τたうοおみくろん τείχος, κάτι πぱいοおみくろんυうぷしろん αποτελεί εμπόδιο ή μみゅーεいぷしろん εμποδίζει νにゅーαあるふぁ κάνω πρόοδο
    a wall of fire/water - τείχος φωτιά/νερού
    The soldiers made a wall with their bodies.
    Οおみくろんιいおた στρατιώτες έφτιαξαν μみゅーεいぷしろん τたうαあるふぁ σώματά τους ένα τείχος.
    He put up a wall around himself and didn’t let anyone come into contact.
    Έχει υψώσει γύρω τたうοおみくろんυうぷしろん ένα τείχος κかっぱαあるふぁιいおた δでるたεいぷしろんνにゅー έρχεται σしぐまεいぷしろん επαφή μみゅーεいぷしろん κανένα.
  4. (ανατομία) τたうοおみくろん τοίχωμα, ιστοί πぱいοおみくろんυうぷしろん καλύπτουν τたうοおみくろん εσωτερικό κοίλων οργάνων ή κοιλότητας τたうοおみくろんυうぷしろん σώματος
    the walls of the vessels/arteries - τたうαあるふぁ τοιχώματα τたうωおめがνにゅー αγγείων/τたうωおめがνにゅー αρτηριών
  5. τたうοおみくろん τοίχωμα, ένα αντικείμενο πぱいοおみくろんυうぷしろん λειτουργεί ως διαχωριστικό
    the walls of the ship/the well/the cave - τたうαあるふぁ τοιχώματα τたうοおみくろんυうぷしろん πλοίου/τたうοおみくろんυうぷしろん πηγαδιού/της σπηλιάς
    the walls of the pipe - τたうαあるふぁ τοιχώματα τたうοおみくろんυうぷしろん σωλήνα