weight

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
weight weights

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

weight < αγγλοσαξονική wiht , gewiht < πρωτογερμανική wihtiz

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

weight (en)

  1. (μετρήσιμο κかっぱαあるふぁιいおた μみゅーηいーた μετρήσιμο) τたうοおみくろん βάρος, πόσο βαρύς είναι κάποιος ή κάτι
    gross/net weight - μικτό/καθαρό βάρος
    excess weight - παραπανίσιο βάρος
    The maximum weight of the suitcase is ten kilos.
    Τたうοおみくろん μέγιστο βάρος της βαλίτσας είναι δέκα κιλά.
  2. (μみゅーηいーた μετρήσιμο) ηいーた βαρύτητα, ηいーた σημασία, ηいーた πέραση
    His opinion carries a lot of weight.
    Ηいーた γνώμη τたうοおみくろんυうぷしろん έχει μεγάλη βαρύτητα.
    These considerations have great weight with me.
    Οおみくろんιいおた λόγοι αυτοί έχουν μεγάλη σημασία γがんまιいおたαあるふぁ μένα.
    His word carries weight.
    Οおみくろん λόγος τたうοおみくろんυうぷしろん έχει πέραση.

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]