wilt
Μετάβαση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]wilt (en)
- μαραίνομαι, μαραίνω, μαραζώνω
- (αρχαϊκό)
θ α ,θ α παςν α , θέλεις, θες (ως βοηθητικό ρήμα δεύτερου προσώπουπ ο υ αφοράτ η ν πρόθεση/θέληση ή μελλοντική κατάσταση κάποιου)