woke
Μετάβαση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]woke : συντετμημένη μορφή
Επίθετο
[επεξεργασία]woke (en)
- (αρχική σημασία, αργκό
τ ω ν Αφροαμερικάνων) awake·π ο υ είναι ενημερωμένος,π ο υ έχει καλή πληροφόρησητ ο υ τ ι συμβαίνει,π ο υ γνωρίζειτ α θέματαπ ο υ σχετίζονταιμ ε τ η φυλετικήκ α ι κοινωνική δικαιοσύνη· (κυριολεκτικά)π ο υ είναι ξυπνητός,π ο υ δ ε ν κοιμάται,π ο υ έχει συνείδηση - (
κ α τ ’ επέκταση, αργκό, πολιτική, συχνά μειωτικό)π ο υ έχει προοδευτική, προχωρημένη άποψηκ α ι συμπεριφορά αναφορικά, κυρίως,μ ε τ α ζητήματα της κοινωνικής δικαιοσύνης
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Σημειώσεις
[επεξεργασία]Η απαξιωτική χρήσητ ο υ όρου αναφέρεταισ ε άτομαπ ο υ αυτοπροσδιορίζονται ως «ξύπνια» ήτ ω ν οποίωνο ι ενέργειες εκλαμβάνονται ως υπερβολικές, θεατρινίστικες ή ανειλικρινείς. Επίσης,η ευρεία αρνητική ή σαρκαστική χρήσητ ο υ όρου, στοχεύεισ τ ο χλευασμό διαφόρων ζητημάτωνπ ο υ δ ε ν είναι αποδεκτά, χωρίς αυτάν α σχετίζονταιμ ε τ η ν πολιτική ορθότητα ήτ α κοινωνικά δικαιώματα.
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]woke : μορφή ρήματος
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]woke (en)