woke

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /wəʊk/ (ΗいーたΒべーた)
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /woʊk/ (ΗいーたΠぱいΑあるふぁ)

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]

woke : συντετμημένη μορφή τたうοおみくろんυうぷしろん woken ή τたうοおみくろんυうぷしろん woken up → δείτε κかっぱαあるふぁιいおた τたうηいーた λέξη wake (Ηいーた σημασία πぱいοおみくろんυうぷしろん συνδέεται μみゅーεいぷしろん τたうηいーたνにゅー επίγνωση τたうωおめがνにゅー ζητημάτων της φυλετικής κかっぱαあるふぁιいおた κοινωνικής ισότητας / δικαιοσύνης στις ΗいーたΠぱいΑあるふぁ απαντά τουλάχιστον από τたうηいーた δεκαετία τたうοおみくろんυうぷしろん 1930.)

Επίθετο

[επεξεργασία]

woke (en)

  1. (αρχική σημασία, αργκό τたうωおめがνにゅー Αφροαμερικάνων) awake· πぱいοおみくろんυうぷしろん είναι ενημερωμένος, πぱいοおみくろんυうぷしろん έχει καλή πληροφόρηση τたうοおみくろんυうぷしろん τたうιいおた συμβαίνει, πぱいοおみくろんυうぷしろん γνωρίζει τたうαあるふぁ θέματα πぱいοおみくろんυうぷしろん σχετίζονται μみゅーεいぷしろん τたうηいーた φυλετική κかっぱαあるふぁιいおた κοινωνική δικαιοσύνη· (κυριολεκτικά) πぱいοおみくろんυうぷしろん είναι ξυπνητός, πぱいοおみくろんυうぷしろん δでるたεいぷしろんνにゅー κοιμάται, πぱいοおみくろんυうぷしろん έχει συνείδηση
  2. (κかっぱαあるふぁτたう’ επέκταση, αργκό, πολιτική, συχνά μειωτικό) πぱいοおみくろんυうぷしろん έχει προοδευτική, προχωρημένη άποψη κかっぱαあるふぁιいおた συμπεριφορά αναφορικά, κυρίως, μみゅーεいぷしろん τたうαあるふぁ ζητήματα της κοινωνικής δικαιοσύνης

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • Ηいーた απαξιωτική χρήση τたうοおみくろんυうぷしろん όρου αναφέρεται σしぐまεいぷしろん άτομα πぱいοおみくろんυうぷしろん αυτοπροσδιορίζονται ως «ξύπνια» ή τたうωおめがνにゅー οποίων οおみくろんιいおた ενέργειες εκλαμβάνονται ως υπερβολικές, θεατρινίστικες ή ανειλικρινείς. Επίσης, ηいーた ευρεία αρνητική ή σαρκαστική χρήση τたうοおみくろんυうぷしろん όρου, στοχεύει σしぐまτたうοおみくろん χλευασμό διαφόρων ζητημάτων πぱいοおみくろんυうぷしろん δでるたεいぷしろんνにゅー είναι αποδεκτά, χωρίς αυτά νにゅーαあるふぁ σχετίζονται μみゅーεいぷしろん τたうηいーたνにゅー πολιτική ορθότητα ή τたうαあるふぁ κοινωνικά δικαιώματα.

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]

woke : μορφή ρήματος

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

woke (en)